σπόρος

σπόρος
σπόρος, ου, ὁ (s. σπείρω and two prec. entries)
the process of sowing, sowing (Hdt. et al.; ins, pap; Philo, Fuga 171; Jos., Ant. 18, 272) 1 Cl 24:4; AcPlCor 2:26.
the kernel part of fruit, seed (Apollon. Rhod. 3, 413; 498; Theocr. 25, 25; Diod S 5, 68, 2; Plut., Mor. 670b; pap, LXX; En 10:19; Philo; ApcEsdr 5:12 p. 30, 6 Tdf.) Mk 4:27; Lk 8:11. βάλλειν τὸν σπ. ἐπὶ τῆς γῆς Mk 4:26. Also σπεῖραι τὸν σπ. (cp. Dt 11:10) Lk 8:5 (on the parable s. GHarder, Theologia Viatorum, ’48/49, 51–70; JJeremias, NTS 13, ’66, 48–53. On the philosopher as sower of seed, AHenrichs, ZPE 1, ’67, 50–53). Cp. 2 Cor 9:10a v.l.—In imagery πληθυνεῖ τὸν σπόρον ὑμῶν he will increase your store of seed (i.e. your store of things to distribute to the needy) 2 Cor 9:10b. Text uncertain AcPl BMM verso 25 σπό̣[ρον].—DELG s.v. σπείρω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπόρος — sowing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… …   Dictionary of Greek

  • σπόρος — ο 1. σπέρμα οποιουδήποτε καρπού. 2. σπέρματα κατάλληλα για σπορά: Αγόρασε σπόρους για το λαχανόκηπό του. 3. σπέρμα ανθρώπου ή ζώου. 4. πρώτη αφορμή, αφετηρία κάποιου γεγονότος: Ο σπόρος που έριξε ο Ρήγας δεν άργησε να φυτρώσει. 5. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

  • σπόρω — σπόρος sowing masc nom/voc/acc dual σπόρος sowing masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόροι — σπόρος sowing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόροις — σπόρος sowing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρον — σπόρος sowing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρου — σπόρος sowing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρους — σπόρος sowing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρων — σπόρος sowing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”